Ινδονήσιοι

Ινδονήσιοι
Ομάδα πληθυσμών της ινδονησιακής περιοχής, που ανήκουν σε δύο διαφορετικούς φυλετικούς τύπους. Όσοι κατοικούν στις παράκτιες περιοχές μοιάζουν με τους νοτιομογγολοειδείς, δηλαδή έχουν επταγωνική περίμετρο προσώπου, μέσο ανάστημα, λεία μαύρα μαλλιά, ελαφρώς κίτρινο-μελαχρινό δέρμα, στενό κρανίο (δολιχοκέφαλοι). Όσοι κατοικούν στις περιοχές του εσωτερικού παρουσιάζουν μεικτούς χαρακτήρες, πολυνησιακούς-αυστραλοειδείς, με λεπτή μύτη, κατσαρά μαλλιά, πρόσωπο που προεξέχει ελαφρά, μέσο ανάστημα, σκούρα μαλλιά, στρογγυλωπό κεφάλι. Οι I. έχουν αναμειχθεί με τους Μαλαίους, κυρίως στις παράκτιες περιοχές, ενώ αντίθετα στο εσωτερικό διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτα ο φυσικός τύπος, τα ήθη και τα έθιμα. Γνωστότεροι από τους ινδονησιακούς λαούς είναι οι Μπατάκ της Σουμάτρας, οι Μπάντουι και Τενγκάρα της Ιάβας, οι Νταγιάκ της Βόρνεο, οι Τοράτζα και Αλφούρι της Κελέβης (Σουλαβέσι), οι Κάγιαν, οι Ιλογκόντοι, οι Ιλοκάνοι, οι Ζαμπάλε, οι Πανγκασίναν και οι Ινγκορότοι του νησιού Λουσόν. Βλ. λ. Ινδονησία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Τζακάρτα — Πόλη (7.829.000 κάτ.), πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Ινδονησίας, στη βορειοδυτική ακτή του νησιού Ιάβα, στον μυχό ενός εκτεταμένου κόλπου, που βρέχεται από τη θάλασσα της Ιάβας. Οι Ινδονήσιοι ιστοριογράφοι τοποθετούν την ίδρυση της πόλης στις 22 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”